- νεόχριστος
- νεόχριστοςnewly plasteredmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
νεόχριστος — νεόχριστος, ον (ΑΜ) μσν. (για πρόσ.) αυτός που μόλις χρίσθηκε, δηλ. αυτός που μόλις αλείφθηκε με θείο μύρο αρχ. (για τοίχο) αυτός που μόλις σοβαντίστηκε. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + χριστός (< χρίω), πρβλ. ψευδό χριστος] … Dictionary of Greek
νεόχριστον — νεόχριστος newly plastered masc/fem acc sg νεόχριστος newly plastered neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεοχρίστων — νεόχριστος newly plastered masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεοχρίστῳ — νεόχριστος newly plastered masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεόχριστοι — νεόχριστος newly plastered masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νε(ο)- — και νιο [ΑΜ νε(ο) ] α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. νέος και στον νεοελλ. τ. νιος. Δηλώνει τις σημασίες: α) τού πρόσφατου, αυτού που έχει συντελεστεί προ ολίγου (πρβλ. νεο σφαγής, νιό βγαλτος,… … Dictionary of Greek